ἐπικτῶμαι

ἐπικτῶμαι
ἐπικτάομαι
gain
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ἐπικτάομαι
gain
pres ind mp 1st sg
ἐπικτάομαι
gain
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐπικτάομαι
gain
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ἐπικτάομαι
gain
pres ind mp 1st sg
ἐπικτάομαι
gain
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐπικτείνω
kill besides
aor subj mid 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικτώμαι — ἐπικτῶμαι, άομαι (Α) 1. αποκτώ επιπλέον («τριήρεις κέκτησθε πολλάς καὶ πάτριον ἡμῑν ἐστιν ἐπικτᾱσθαι», Ξεν.) 2. φρ. «ἀρχὴν ἐπικτῶμαι» επεκτείνω την κυριαρχία μου …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • προσεπικτώμαι — άομαι, ΜΑ αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.) αρχ. προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [τινάς]»>, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”